- αστράγγιστος
- -ιχτος και -ιγος, -η, -ο1. αυτός που δεν έχει στραγγιχθεί, που δεν έχει υποστεί διήθηση («αστράγγιστο γιαούρτι»)2. εκείνος που είναι ακόμη βρεγμένος γιατί δεν του αφαιρέθηκε αρκετό υγρό με συμπίεση ἡ άπλωμα («αστράγγιστα ρούχα», «αστράγγιστο σφουγγάρι»)3. όποιος δεν έχει στεγνώσει αρκετά παρά την επίδραση του ήλιου και του ανέμου («αστράγγιγη σταφίδα»)4. αυτός που δεν άδειασε τελείως από το υγρό που περιείχε.
Dictionary of Greek. 2013.