αστράγγιστος

αστράγγιστος
-ιχτος και -ιγος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει στραγγιχθεί, που δεν έχει υποστεί διήθηση («αστράγγιστο γιαούρτι»)
2. εκείνος που είναι ακόμη βρεγμένος γιατί δεν του αφαιρέθηκε αρκετό υγρό με συμπίεση ἡ άπλωμα («αστράγγιστα ρούχα», «αστράγγιστο σφουγγάρι»)
3. όποιος δεν έχει στεγνώσει αρκετά παρά την επίδραση του ήλιου και του ανέμου («αστράγγιγη σταφίδα»)
4. αυτός που δεν άδειασε τελείως από το υγρό που περιείχε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αστράγγιστος — αστράγγιστος, η, ο και αστράγγιχτος, η, ο 1. αυτός που δε στραγγίστηκε, ασούρωτος: Η μυζήθρα είναι ακόμη αστράγγιχτη. 2. αυτός που δεν άδειασε εντελώς από το υγρό που είχε: Πάντα φρόντιζε να μην αφήνει το ποτήρι του αστράγγιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιήθητος — η, ο (Α ἀδιήθητος, ον) [διηθῶ] αδιύλιστος, αφιλτράριστος, αστράγγιστος …   Dictionary of Greek

  • ασούρωτος — η, ο 1. ο αστράγγιστος 2. αυτός που δεν τα χει σουρώσει, δεν έχει μεθύσει 3. (για φορέματα) χωρίς σούρες, χωρίς πτυχές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”